Tuesday, January 30, 2007

Maurice Bejart Ballet Lausane


Τετάρτη 24 Ιανουαρίου,

Καταφτάνουμε στο Μέγαρο Μουσικής. Από μακριά φαίνονται τα τεράστια πανό : Bejart Ballet Lausanne. Ένας από τους μεγαλύτερους χορογράφους του κόσμου έρχεται στην πολιτιστική πρωτεύουσα του Πάνου Κιάμου. Για όποιον δεν ασχολείται, του φαίνεται ένα μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός. Για αυτούς που ασχολούνται, ο Θεός, ξαφνικά χωρίς λόγο και αιτία, τους χάρισε ένα από τα πιο ζεστά και αναπάντεχα χαμόγελα. Πρώτη ημέρα προβών. Μαζευόμαστε. Πολλές άγνωστες φάτσες. Κρύα ατμόσφαιρα. Μπαίνει ο balletmaster. Η γαλήνη και η ηρεμία του είναι κάτι παραπάνω από ικανή για να σπάσει τον πάγο. Ένα τετράγωνο, 18 καρέκλες. Μας εξηγεί μια απλούστατη χορογραφία με ελάχιστες κινήσεις, οι οποίες έπρεπε να γίνουν συγχρονισμένες αλλαγές. Η μόνη της δυσκολία, ήταν ότι δεν ήταν μετρημένη και ουσιαστικά έπρεπε να αφεθούμε στην μουσική για να βρούμε τα σημεία που αλλάζαμε πόζες. Δεν είχα ιδέα πως θα έδενε με το υπόλοιπο κομμάτι, μια που δεν είχε τύχει να δω την χορογραφία του Bolero. Η πρώτη μέρα τελειώνει με μια 3ώρη πρόβα στην σχολή χορού. Ακόμα πατάμε στην γη.

Πέμπτη 25 Ιανουαρίου,


Καταφτάνουμε στο Μέγαρο Μουσικής. Από μακριά φαίνονται τα τεράστια πανό : Bejart Ballet Lausanne. Μπαίνουμε μέσα. Μετά από μια μικρή επανάληψη-πρόβα, συνεχίζουμε προς τα καμαρίνια, όπου ο μόδιστρος “Μαέβιους Παχατουρίδης” μας δίνει το παντελόνι και τα παπούτσια που θα φοράμε. Με μια πρόχειρη ματιά, αρχίζω ήδη και συνειδητοποιώ την διαφορά επιπέδου. Τα σκαλισμένα, από το χέρι του ιδρώτα και του κόπου, σώματα των ξένων χορευτών ουδεμία σχέση δεν είχαν με την πλέον παραδοσιακή περήφανη ελληνική μπάκα, που χωρίς ενδοιασμό πρότασσαν οι Έλληνες χορευτές. Μετά από λίγο, οδεύουμε προς την σκηνή. Η τύχη ήδη μας είχε χαμογελάσει. Ξεκινούσε το ζέσταμα των ξένων. Δειλά, δειλά και περπατώντας στις μύτες, καθόμαστε στην δεύτερη σειρά της πλατείας. Το μάθημα τους είχε ξεκινήσει. Οι λέξεις είναι λίγες, οι εκφράσεις φτωχές μπροστά σε αυτό που αντικρίζαμε. Με λιγα λόγια, ήταν το πιο όμορφο μάθημα χορού που είχα δει ποτέ. 30 χορευτές, μαζεμένοι από κάθε γωνιά της γης, άντρες και γυναίκες, με περισσή τελειότητα εκτελούσαν με απόλυτη ακρίβεια τις ασκήσεις. Οι άξονες, οι γραμμές, το στυλ, η χάρη, τα κρατήματα ταχύτητα αλλά και η ευγένεια της κίνησης προκάλεσαν ένα μούδιασμα και μια ανατριχίλα στα κόκκαλα μας. Δεν πιστεύαμε σε αυτό που βλέπαμε. Η δουλειά και η αφοσίωση τους ήταν φανερή, ειδικά στα σημέια που εκτελούσαν απιστευτες ασκήσεις χαμογελώντας λες και το κάναν από την πρώτη μέρα με την ίδια ευκολία. Οι πρεσβύτεροι της κομπαρσοπαρέας ήδη είχαν απογοητευτεί βλέποντας ένα επίπεδο που ποτέ δεν θα φτάσουν και οι νεότεροι να αναρωτιούνται άμα πρέπει να συνεχίσουν. Και ήταν απολύτως λογικό, καθότι στα 5 μέτρα μακριά μας είχαμε την χορευτική τελειότητα. Μετά από το πολιτιστικό σοκ, μας ανέβασαν στην σκηνή να κάνουμε για πρώτη φορά όλη μαζί το κομμάτι. Εκεί φάνηκε η απειρία μας και το δέος μας. Και οι 18 ήμασταν παγωμένοι. Και πως άλλωστε να μην ήμασταν, όταν πλέον είσαι κοντά τους, δίπλα τους. Άλλοι προσπαθούσαν να ανοίξουν ψευτοκουβεντούλες, αλλά προσπαθούσαν να θυμηθούν τις απλούστατες κινήσεις που μας είχαν αναθέσει. Η πρόβα πήγε εντελώς χάλια. Δεν μπορέσαμε να συγχρονιστούμε με τίποτα μαζί τους. Απογοητευμένοι, πάλι, φύγαμε.


Παρασκευή 26 Ιανουαρίου,

Καταφτάνουμε στο Μέγαρο Μουσικής. Από μακριά φαίνονται τα τεράστια πανό : Bejart Ballet Lausanne. Μπαίνουμε γρήγορα μέσα, ξεκινάμε σαφώς πιο αγχωμένοι την πρόβα. Αυτή την φορά κάτι κάνουμε. Ήταν μόλις 5 παρά, και εμφανιζόμασταν 10:30. Αποφασίσαμε να μείνουμε. Κατεβαίνουμε στο επονομαζόμενο «Café De Artist» ή αλλιώς Καφετερία των Καλλιτεχνών, όνομα απίστευτα αστείο και γελοίο συνάμα. Περάσαμε 6 ώρες μαζί με την ηρωική κομπαρσομάδα των 18. Εκεί, εάν υπήρξε ποτέ, ήρθε το δέσιμο μας. Μιλούσαμε, αερολογούσαμε, κοροϊδευόμασταν, γελούσαμε. Οι πρώτες ουσιαστικές βάσεις για να θέλουμε να παρουσιάσουμε κατι καλό τέθηκαν σε εκείνο το 6ωρο. Στιγμές που δεν θα ξεχάσω είναι ένα παιδί που έβαλε baby oil από συνήθειο καθότι χόρευε σε club και προφανώς του άφησε κουσούρι, οι ομαδικές κάμψεις που παίρναν τα παιδιά επειδή «θα είναι η γυναίκα από κάτω ντε» και η παγωνιά της σκηνής. Ξεκινάει η παράσταση. Οι χορευτές του Bejart μοίρασαν άλλη μια φορά απλόχερα την μαγεία που ξέρουν να μοιράζουν. Εμείς φυσικά τα σκατώσαμε. Ασυγχρόνιστοι, ψαρωμένοι, δεν μπορέσαμε να δώσουμε στο νούμερο το βάθος που του άρμοζε. Στην υπόκλιση μάλιστα, από λάθος συνεννόηση έφυγαν οι μισοί, χωρίς καν να περιμένουν το blackout. Απογοήτευση στα καμαρίνια. Έρχεται ο balletmaster, εμφανώς απογοητευμένος. Σκυμμένα κεφάλια και συγγνώμες κατακλύζουν το δωμάτιο. Τουλάχιστον η μαγεία είχε ήδη ξεκινήσει.

Σάββατο 27 Ιανουαρίου,

Καταφτάνουμε στο Μέγαρο Μουσικής. Από μακριά φαίνονται τα τεράστια πανό : Bejart Ballet Lausanne. Αυτή την φορά θέλαμε να το κάνουμε καλά. Μετά από ένα μικρό καφεδάκι, λίγο μπλα μπλα στην Καφετερία Έκρηξης της Μέσης Διανόησης, κατευθυνόμαστε προς τα καμαρίνια. Η σκηνή έμοιαζε πιο γνώριμη, χαμόγελα μεταξύ των χορευτών και της υπερομάδας των 18 και κάτι (είχαμε και ένα κοντό αναπληρωματικό που εντέλει δεν χρειάστηκε, ξέχασα να τον αναφέρω). Αυτή τη φορά μπορέσαμε και ανταποκριθήκαμε στα standard της παράστασης και βάλαμε στο Bolero το μικρό κομματάκι που του λείπει. Εμφανώς ευχαριστημένοι, φεύγουμε φωνάζοντας, γελώντας, με τον ελληνικό πατροπαράδοτο τρόπο. Ο καιρός είχε χαλάσει. Όπως μπαίνουμε στο αμάξι, μας χτυπάνε το τζάμι. Ναι, ο Θεός για άλλη μια φορά μας χαμογελούσε με το χαμόγελο της Crest. Ο σολίστας του Bolero, Octavio Stanley, ήθελε να πάει στο κέντρο και το κρύο που είχε έξω δεν τον άφηνε να περπατήσει. Μας ρώτησε αν μπορούμε να τον πετάξουμε ως το κέντρο και έτσι το κόκκινο αμαξίδιο ξεκίνησε την τρελή πορεία του (μέσα στην σαββατιάτικη κίνηση) προς το κέντρο και καταλήξαμε στο ΝτοΡε για φαγητό μέχρι τις 02.30. Ο καταιγισμός ερωτήσεων προς τον 28χρονο αστέρα δεν φάνηκε να τον ενοχλεί. Ένα πραγματικά ασύλληπτα απλό παιδί, φορώντας γυαλιστερές φόρμες, ένα σκισμένο αμανικο, και ένα παλτό της συμφοράς, που βαριόταν να πάει στο παρτυ που οργάνωνε το Μέγαρο προς τιμήν τους. Οι συζητήσεις για χορό σε λίγο αντικαταστάθηκαν με συζητήσεις για πρώην, για αμάξια, για οικογένεια, για προσωπικά ενδιαφέροντα, για το τσιγάρο, για την σοκολάτα, για γκόμενες, για τους gay στον χώρο του θεάματος, για την γκόμενα του που τον περιμένει Ελβετία. Τα «υπέρλαμπρα» αστέρια που είχα γνωρίσει μέχρι τοτε γκρεμιζόντουσαν μπροστα στην απλότητα του πραγματικού Αστεριού. Χαιρετιστήκαμε και έφυγα ενθουσιασμένος.


Κυριακή, 28 Ιανουαρίου,

Καταφτάνουμε στο Μέγαρο Μουσικής. Από μακριά φαίνονται τα τεράστια πανό : Bejart Ballet Lausanne. Τελευταία μέρα. Το ταξιδάκι μας σε λίγο θα έπαιρνε τέλος. Φαινόταν και από τις φάτσες μας. Ετοιμαζόμαστε. Βγαίνουμε για τελευταία φορά γύρω από το πορτοκαλί τραπέζι. Η Μαύρη Θεά ανεβαίνει το τραπέζι (όλες οι χορογραφίες είχαν διαφορετικό σολίστα κάθε μέρα) και αρχίζει ο τρίτος και τελευταίος υπνωτικός χορός του Bolero. Ορμάμε στο τραπέζι, σηκωνομαστε και κλείνουμε το κομμάτι. Show is over. Κατευθυνόμαστε στα καμαρίνια. Ξεντυνόμαστε, φωνάζουμε, χαιρετιόμαστε. Για άλλη μια φορά, ο Octavio έρχεται στα καμαρίνια, με αγκαλιάζει, με χαιρετάει. Εις το επανιδείν, dude. Φεύγουμε από το μέγαρο. Έξω με περιμένουν όλοι. Χαμός, γέλια, συχαρίκια. Τα μπαλέτα του Maurice Bejart σας εύχονται καλή συνέχεια. Ευχαριστούμε που πετάξατε μαζί μας.


Για όποιον δεν γνωρίζει την χορογραφία του Bolero (ο αντρας είναι ο Οctavio και η άλλη είναι η Elizabeth Ros, η σολίστρια του Σαββάτου)

http://www.youtube.com/watch?v=gh_9leIFl7Y
http://www.youtube.com/watch?v=UnSh-KPV7QQ

Sunday, January 14, 2007

Dawn of a New Day


Ήλιος στα μάτια από ένα παράθυρο που βαρέθηκες να κρεμάσεις κουρτίνες. Αποτέλεσμα. Κυριακή, 9:30 και είσαι ξύπνιος. Τα μάτια συγκινημένα από το ξύπνημα, τα κάτω άκρα μουδιασμένα, το ένα από τα δύο χέρια για άλλη μια φορά ανάπηρο επειδή πάλι κοιμήθηκες πάνω του και ξεκινάς την βόλτα για την Μεγάλη Τρύπα. Μετά από την σωματική ανάνηψη, ο δρόμος για την κουζίνα είναι ανοιχτός. Το τσιγάρο πλέον έχει περάσει στην Ιστορία και ο καφές, χωρίς την πολυπόθητη και εθιστική παρέα του, κάθεται μόνος του δίπλα στην φίλη του την ζάχαρη, ενθυμούμενος τις παλιές καλές εποχές οπού μπορούσες να φτιάξεις τον τέλειο φραπέ, να βρεις τασάκι και να ανάψεις ένα τσιγάρο σε καταστάσεις απολύτου σκότους και σε χρόνους ρεκόρ. Η έλλειψη της νικοτίνης μέσα σου πλέον έχει πάρει ακουστική μορφή, ουρλιάζει και ζητάει την ουσία που σε συντρόφεψε και σε συμβούλεψε (δια της εναρμόνισης με το γύρω περιβάλλον, επονομαζόμενης και ως μαστούρας) κατά την διάρκεια των πιο δύσκολων αλλά και των πιο ευχάριστων στιγμών της ζωής σου. Μέσα στο μυαλό σου, στείρα κλισέ του στυλ : «Το κάπνισμα σκοτώνει», «Το κάπνισμα προκαλεί δυσλειτουργίες/καρκίνο» καταρρέουν μπροστά στο μεγάλο χρυσό άγαλμα του δισυπόστατου θεού Tar-Nicotine (αρχαίος παγανιστικός θεός).


Και όμως πάνε περίπου 3 μήνες που ρούφηξα το νέκταρ του τελευταίου τσιγάρου μου στην Αστόρια, παρέα με ένα βετεράνο του καπνίσματος, τον Τάκη Ρόμπολα. Όντας 8,5 χρόνια ουσιαστικός καπνιστής, ποτέ δεν φανταζόμουν την ζωή μου χωρίς το τσιγάρο. Βλέπετε οι γονείς μου το είχαν αποδεχτεί από μικρή ηλικία και ποτέ, πλην ελάχιστων ασήμαντων περιπτώσεων, δεν μπήκαν ανάμεσα στην σχέση μας. Το ουσιαστικότερο βήμα της καπνιστικής μου ζωής έγινε όταν μετακόμισα στο σημερινό σπίτι, όπου πλέον ζω και βασιλεύω, χωρίς το έμβλημα μου. Εκεί αφέθηκα στα χέρια διαφόρων καπνοβιομηχάνων, οπού πλέον παραδόθηκα χωρίς όρους στο κάπνισμα. Μετά από 2 χρόνια, ήξερα ότι έπρεπε να το κόψω αν ήθελα να προοδεύσω σε άλλους τομείς. Και η απόφαση ήρθε. Φυσικά, δεν κάθισα ούτε μια στιγμή να σκεφτώ αν μπορώ να το μειώσω ή να το κόψω σταδιακά, γιατί όπως έχουν πει αν αποφασίσεις να χωρίσεις, καλύτερο είναι να μην ξαναδείς ποτέ ξανά την τέως ερωμένη σου. Επιστροφές – Καταστροφές, όπως πολύ σοφά σημείωσε τότε μια καλή μου φίλη. Τα πρώτα σημάδια στέρησης ήταν εμφανή. Η πόρτα του ψυγείου άρχισε να ανοιγοκλείνει σαν τρελή, το βζιβζίκι / Πίκου- Πίκου / μηχανάκι / αναδευτήρας του Φραπέ ζητούσε απεγνωσμένα βοήθεια για την τρομακτική κακομεταχείριση και τις υπερωρίες, η ζυγαριά ανέλαβε ρόλο αγγελιοφόρου άσχημων μαντάτων και ο περιπτεράς, παλιός καλός φίλος που χάθηκε μια νύχτα στο … Παλέρμο.


Ειρωνείες όπως φίλοι να σε συγχαίρουν για την γενναία σου απόφαση με ένα τσιγάρο στο χέρι, χιλιάδες πιστών να σε ρωτάνε πως τα κατάφερες ενώ εσύ τους λες ότι το ουσιαστικό τέλος θα σηματοδοτηθεί μετά από 2 χρόνια, γνωστοί που δηλώνουν ότι ποτέ δεν θα είχαν το ψυχικό σθένος να κάνουν κάτι τέτοιο, αστειάκια τύπου «φυσάω τον καπνό στα μούτρα κάποιου που έχει καπνίσει το Αθηναϊκό Νέφος» ή «προσφέρω τσιγάρο σε ένα άνθρωπο που έχει καπνίσει το βάρος μου σε ποσότητα τσιγάρων» είναι κομμάτι της καθημερινότητας μου. Και ο καπνός-φιλτράκια-τσιγαρόχαρτα που αγόρασα την 3η μέρα, παραμένουν ερμητικά κλειστά και ολοκαίνουρια στο πρώτο συρτάρι. Σίγουρα δεν γνωρίζω αν θα μπορέσω εσαϊ να παραμείνω μακρυά απο τον κόσμο του καπνίσματος, αλλά σίγουρα έπρεπε να δοκιμάσω. Εξού και η φωτογραφία με τσιγάρο στο στόμα, στο τμήμα About Me.

Υ.Γ. Το post είναι αφιερωμένο στο πρώτο μου τσιγάρο και στην μεγαλύτερη επιπολαιότητα που έκανα ποτέ σε εκείνο τον Χριστουγεννιάτικο Λυκειακό χορό, στο Oli-Ola τον Δεκέμβρη του 1998. Ά ρε Ξενόχοντρε …


Monday, January 08, 2007

Μια παραδοσιακή εκδρομή

Back in black, που θα έλεγαν και οι φίλοι μας οι AC/DC, από τον πολύ όμορφο αλλά και υπερβολικά trendy παλαιό Άγιο Αθανάσιο, ένα παλιό χωριό κοντά στο Καιμακτσαλάν. Δυστυχώς για εμάς, ευτυχώς για τα αμάξια μας, το χιόνι ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και οι θερμοκρασίες χαμηλές μεν αλλά σε ανθρώπινα επίπεδα. Το χωριό όμορφο, αν και οι παραδοσιακοί λίθινοι οικισμοί σε συνδυασμό με την σωρεία των παραδοσιακών Χ5 και των Land Rover, ομολογουμένως ήταν λίγο αστείο θέαμα. Παρόλο τον στρατό των νεόπλουτων επίδοξων σκιέρ, το κλίμα της παρέας σε συνδυασμό με το πανέμορφο παραδοσιακό σπίτι της Κατερίνας ήταν αρκετά για να περάσουμε ένα πολύ όμορφο Σαββατοκύριακο. Επισκεφτήκαμε το παραδοσιακό Νυμφαίο, ένα πραγματικά πανέμορφο χωριό, ειδικά τώρα που ήταν χιονοστολισμένο. Δυστυχώς λόγω χειμερίας νάρκης δεν μπορέσαμε να απολαύσουμε τις διάσημες παραδοσιακές Αρκούδες του Αρκτούρου, και αντ’ αυτού, προτιμήσαμε να πιούμε ένα καφέ, οπού και λούστικα ένα παραδοσιακό χυμό πορτοκάλι. Την επόμενη μέρα τα παιδιά ανέβηκαν στο χιονοδρομικό, και εγώ μη ξέροντας σκι αλλά και για να προλάβω την γιορτή του Πατρός μου, αναχώρησα για την παραδοσιακή Θεσσαλονίκη.

Και η ερώτηση μου για το φιλοθεάμων κοινό είναι η εξής : γουατ δε ΦΑΚ ις παράδοση ιν άουρ ντέιζ ; Δηλαδή ποιος είναι ο παράγοντας που ορίζει τον βαθμό που είναι παραδοσιακό κάτι ; Πόσο απείραχτο και παρθένο πρέπει να είναι ένα μέρος για να θεωρείται παραδοσιακό; Σίγουρα ένα χωριό χωρίς αυτοκίνητα και τσούρμο υπερκαλλωπισμένων νεανίδων με γόβες στο λασπωμένο λιθόδρομο, συνοδευμένες από ζεν πρεμιέρ με μάσκες σκι στο κεφάλι μιλώντας για τα κατορθώματα τους στο σκι. Ως σοβαρός Έλληνας οδηγός, ξεκίνησα την πορεία μου για το μικρό χωριουδάκι, χωρίς χάρτη φυσικά. Απότοκο της εξυπνάδας μου ; Να χαθούμε 3-4 φορές και να κάνουμε ένα τουρ στα ελληνικά χωριά. Πέρασα μέσα από ένα χωριό (Παναγίτσα αν θυμάμαι καλά) που τύχαινε να έχει μαζευτεί για την καθιερωμένη λειτουργία των Θεοφανείων. Χαμηλές παλιές μονοκατοικίες, ελάχιστα παιδιά, παγωμένοι μικροί δρόμοι, πολλοί ηλικιωμένοι, ελάχιστα αυτοκίνητα, νεκρική ησυχία, λες και ο Θεός δεν πέρασε ποτέ από εκεί. Ένα πραγματικά παραδοσιακό χωριό, σκατοχώρι στα Νέα Ελληνικά, που πραγματικά δεν είχε ούτε περίεργα κρασιά, ούτε μαβιά φασόλια, ούτε γλυκά του κουταλιού, ούτε γλυκές χυλοπίτες, ούτε χοροπηδηχτές μπάμιες. Εκεί πιστεύω έγκειται η μαγεία του συγκεκριμένου χωριού : στο γεγονός ότι ο χρόνος το ξέχασε, ότι ποτέ δεν πρόκειται να δουν ένα έργο που θα βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο του χωριού, ότι η μοναδική προεκλογική δήλωση κάποιου υποψήφιου δημάρχου (αν και θα προτιμούσα να την λέξη κοινοτάρχης) είναι να μην αλλάξει τιποτα απολύτως.

Προσωπική άποψη : Δεν γίνεται να βγάζεις την παράδοση στο σφυρί, να πουλάς παραδοσιακά γλυκά του κουταλιού και λίγο παραδίπλα να έχει μια παραδοσιακή καφετερια, που να έχει Johnny Blue στην παραδοσιακή τιμή των 200 ευρώ (ή 40 ευρώ το ποτήρι) και λίγο πιο πέρα να έχει παραδοσιακό μαγαζάκι με είδη σκι, για τους παραδοσιακούς πάντα. Η παράδοση είναι κάτι το undergroung, κάτι το cult, που ο χρόνος ή δεν ενδιαφέρεται ή δεν τολμάει να ακουμπήσει. Δεν γίνεται να έχεις την απαίτηση να κρατήσεις τον παραδοσιακό χαρακτήρα ενός χωριού κρατώντας μόνο, πχ τα σπίτια όπως ήταν παλαιότερα, ή να κρατήσεις τους κατσικόδρομους απείραχτους. Η παράδοση είναι στοίχειωμα, είναι αποκρυστάλλωση του παρελθόντος. Θα μπορούσες να πεις ότι η παράδοση είναι μια ξεθωριασμένη ρετρό φωτογραφία. Παρόλα αυτά, τέτοια πράγματα δεν πρέπει να σας κρατάνε σπιτια σας. Πάρτε τις παρέες σας και χυθείτε στην πραγματικά πανέμορφη ελληνική ύπαιθρο. Και μόνο που θα αποδράσετε από το βασίλειο του τσιμέντου, αξίζει.


Thursday, January 04, 2007

Genesis



Και ναι μετά από χιλιάδες παροτρύνσεις του μεγάλου διαδικτυακού κοινωνιολόγου Ίωνα Πάγκαλου, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας ανακοινώσω και την γέννηση του δικού μου blog. Όσο και να σας φαίνεται περίεργο, εμπνευστής δεν ήταν ούτε ο Ίωνας De Niro, ούτε και τα εξαιρετικά blogs που αναφέρω στην sidebar. Ήταν το blog ενός στενού φίλου μου, του Παύλου Πάντου. Για διάφορους λόγους δεν πρόκειται να δημοσιοποιήσω το url του blog του, γιατί ίσως και να το προτιμώ έτσι πιο underground, κάτι που τελείωσε πριν καν ξεκινήσει.

Όπως είναι λογικό, όταν ξεκινάς κάτι τέτοιο δεν γίνεται να περιμένεις να έχει ανταπόκριση. Ειλικρινά δεν έχω καμία ιδέα για το τι posts θα κάνω στην συνέχεια, για το τι θέματα θα θίξω / αναλύσω. Όπως συνηθίζεται, το πρώτο post σε ένα blog είναι χαοτικό. Δεν ξέρεις τι θα επακολουθήσει. Ίσως και να τα λέω λίγο πιο δραματικά από όσο είναι στην πραγματικότητα, όμως δεν παύεις να ξεγυμνώνεσαι κάθε φορά που διατυπώνεις κάτι σε ευρύ κοινό. Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν με ενόχλησε η διαδικτυακή γύμνια οπότε και συνεχίζω.

Στο πρώτο μου (και παρθενικό ;) post, πραγματικά θα ήθελα λίγο να θίξω τους λόγους που μπορεί να έχει κάποιος , όχι για να γράψει, αλλά για να ξεκινήσει να γράψει ένα blog (γενικά μου αρέσει να ακριβολογώ παρά πολύ καθότι αποφεύγονται παρερμηνείες και ως γνωστό, ενός κακού μύρια έπονται). Υστέρα από αρκετό καιρό ουσιαστικής διάδρασης με φίλους bloggers, εντόπισα τις εξής ομάδες :

Α) Bloggers που κανονικά δεν θα έγραφαν blog, αλλά βρίσκονται σε μέρη μακριά από φίλους και οικογένεια. Συνήθως αυτοί σπουδάζουν εξωτερικό ή είναι φαντάροι. Τα blogs τους είναι συνήθως κωμικές περιγραφές τραγικών καταστάσεων.

Β) Bloggers που έχουν μέσα τους το σαράκι του blogger / news poster. Ασχολούνται με άπειρα θέματα.

Γ) Bloggers συνεπαρμένους από άλλους bloggers. Όπως έχουμε πει, όλα τα πράγματα σε αυτή την ζωή μπορούν να αναχθούν σε μόδα.

Δ) Bloggers που τους αρέσει να σβήνουν τα φώτα, να αφήνουν ανοιχτή μόνο την οθόνη του υπολογιστή τους, να βάζουν μια playlist στον player που χρησιμοποιούν και να γράφουν (ο γράφων ανήκει σε αυτή την ομάδα).

Ε) Bloggers που γράφουν για ένα συγκεκριμένο σκοπό, είτε πολιτικό είτε πολιτισμικό κτλ.

Η παραπάνω κατηγοριοποίηση χρήζει λεπτομέρειας και περαιτέρω ανάλυσης. Επίτηδες όμως τα αναφέρω χονδρικά για να εξάγω κάποια αποτελέσματα. Πέραν της ομάδας Ε (όχι της γνωστής ομάδας Ε), των οποίων το blog έχει κάποια χρηστικότητα – συνήθως επαγγελματική - άμα το καλοσκεφτείς οι υπόλοιπες ομάδες απλά δεν έχουν κανένα όφελος από τη όλη διαδικασία. Οπότε ποιος μπορεί να είναι ο πραγματικός λόγος για να σε εξωθήσει στην σύνθεση ενός blog; Προσωπική προβολή; Αυταπάτες ότι έχεις κάτι σημαντικό να πεις που θα ενδιαφέρει κόσμο; Αρχέγονη αγνή βαρεμάρα ; Το γεγονός ότι μικροί θέλαμε να κρατήσουμε ημερολόγιο και για κάποιο λόγο δεν το κάναμε; Πραγματική μοναξιά ; Κραυγή για προσοχή ; Όποιος και να είναι ο λόγος, το παραδέχομαι, το blogging είναι κάτι πολύ όμορφο και ενδιαφέρον. Εξάλλου δεν νομίζω να υπάρχει καλύτερη παρέα για να πιεις τον πρωινό καφέ σου (ναι ναι εντάξει, η Jolie και η Belucci είναι καλύτερη παρέα) αλλά και αυτός είναι ένας εξίσου όμορφος τρόπος, δεν νομίζετε;

Τέλος πάντων, καθότι πρώτη καταχώρηση είναι φυσιολογικό το ηλεκτρονικό γραπτό μου να έχει σαφώς πιο προσωπικό χαρακτήρα από τα posts που θα ακολουθήσουν(ευελπιστώ δηλαδή) για να μην πεθαίνετε από ανία και οι 5 αναγνώστες μου.

Ήδη έχω γράψει πολλά σύμφωνα με τον Οδηγού του Φτωχού πλην Τίμιου Έλληνα Blogger. Πάω να φτιάξω το διαδικτυακό μου προφίλ, μπας και πιάσω κανένα διαδικτυακό γκομενάκι και κάνουμε διαδικτυακό βουρντουάζ - νταβαντούρι. Lights, camera, action …

Υ.Γ. Το πρώτο αυτό post είναι αφιερωμένο στους εξής ανθρώπους:
*στον Ίωνα Πάγκαλο (a.k.a. B.M., Blog Master),
*στον Κων/νο Πουλιάδη & Κώστα Παππά (a.k.a. οι εταίροι Καππαδόκες),
*στον Παύλο Πάντο (τον άνθρωπο που με πήγε στον Λέντζο),
*στον κ. Αναστάσιο Κεσσόπουλο, για πολλούς και διάφορους λόγους,
*σε όλους τους γνωστούς μου που με ανέχονται καθημερινώς,
*σήμερα ειδικά στην Αλέκα του Τρωικού Πολέμου (ξέρει αυτή).