Sunday, November 23, 2008

The History of the World


Από τα χρόνια τα παλιά, τα χρόνια που το φως ακόμα δεν είχε αγαπήσει το σκοτάδι, υπήρχε ένας κόσμος μακρυνός, ένας κόσμος ουράνιος όπου τα πλάσματα του φωτός ζούσαν σε πόλεις που επέπλεεαν στα σύννεφα, χρυσοστόλιστες με ασημένια λάβαρα να φωτίζουν τα πέρατα των ουρανών. Κάτω στα μαύρα έγκατα του κόσμου αυτού, ζούσαν τα πλάσματα του σκότους, χωμένα σε υπόγειες πόλεις, σε πόλεις καταραμένες και σκιερές, που τις περπατούσαν πλάσματα ανίερα, απρόσωπα.

Φήμες λένε ότι ο μοναδικός άνθρωπος που διάβασε το Βιβλίο, χιλιάδες χρόνια μετά την ολοκλήρωση του, δάκρυσε τόσο πολύ από τον πραγματικό λόγο της Αιώνιας Μάχης, που στο τέλος επειδή δεν είχε άλλα δάκρυα, άρχισε να κυλάει αίμα από τα μάτια του. Από την μέρα που χάραξε για πρώτη φόρα, τα φλεγόμενα σπαθιά των αγγέλων κατέβηκαν με ορμή να σκίσουν και να εξολοθρεύσουν τους μαύρους δαίμονες και τις αμέτρητες στρατίες τους. Στην μέση των δυο Κόσμων καθόταν ο πρώτος Άνθρωπος, ον που κανείς δεν ξέρει πως γεννήθηκε, αγέραστος και αμίλητος, κάτω από το Καμένο Δένδρο και έβλεπε αμέτρητα κορμία να πέφτουν γύρω του, άλλα να γίνονται φως και να στροβιλίζονται ψηλά και άλλα να γκρεμίζονται βαθιά μέσα στην Γκρίζα Γη.

Πότε του δεν είχε αναμιχθεί. Το μόνο που έκανε ήταν να γράφει στο Βιβλίο την ιστορία αυτού του κόσμου. Ντυμένος σε γκρίζα κουρέλια, έγραφε για την μανία του φωτός να χωθεί στα σωθικά του σκοταδιού, να το σβήσει από κάθε μεριά, από κάθε ιδέα, να γεμίσει τον κόσμο αυτό με λάμψη, με αλήθεια. Ήξερε όμως ότι το σκοτάδι ήταν υπομονετικό, οτί δεν φοβόταν το φως και την δύναμη του. Κάθε φορά που οι ορδές του φωτός ορμούσαν και τρυπούσαν το έδαφος με τόση οργή, φωνάζοντας μανιακές πολεμικές ιαχές, οι λεγεώνες του σκοταδιου,σαν μια σιχαμένες αράχνες αγκάλιαζαν τους λαμπερούς πολεμιστές και τους παρέσερναν ακόμα πιο βαθιά, εκεί που το φως δεν είχε καν ονειρευτεί οτί μπορεί να πάει.


Λίγες ήταν οι φορές που το σκοτάδι προσπάθησε να βγει από την Γκρίζα Γη και να κατακτήσει τους στολισμένους ουρανούς. Όμως κάθε φορά που το σκοτάδι έβγαινε από τον κρύο τάφο του, κομμάτια γης εκτοξευόντουσαν ψηλά, καθώς πίδακες σκοταδιού βγαίναν μέχρι και από την πιο μικρή ρωγμη του εδάφους, τυλιγμένες με σκόνη και ένα ασύλληπτο ψύχος. Μετά απο λίγο μιλούνια σκοτεινων δαιμόνων με καταιγιστική ταχύτητα ορμούσαν προς τον ουρανό, φορώντας κατεστραμένες, σάπιες πανοπλίες και ρομφαίες που ανέβλυζαν μίσος. Τότε όμως τα κάτοπτρα των ουρανών γυρνούσαν ξανά προς το έδαφος, εκατομμύρια φτερωτοί στρατιώτες, φορώντας τις χρυσές πανοπλίες τους, εξαπολυόντουσαν από κάθε γωνία των ουρανών κρατώντας τα πύρινα ξίφη τους, σχηματίζοντας όλοι μαζί ένα χρυσό δράκο που διέλυε κάθε ίχνος, κάθε σημάδι που μπορεί να πρόδιδε την οποιάδηποτε, έστω και προσωρινή παρουσία των δαιμόνων. Αλλά ο Άνθρωπος δεν παρέμβαινε ποτέ.

Την ημέρα εκείνη, ο Άνθρωπος είχε ονείρευτεί. Περίεργο πράγμα για έναν ον που δεν είχε κοιμηθεί ποτέ. Θυμόταν την τελευταία φορά που είχε κλείσει τα μάτια του, είχε γεννηθεί σε αυτόν τον κόσμο. Μπροστά του είχε αντικρίσει ένα πανέμορφο πλάσμα, με δύο μεγάλα άσπρα φτερά να κραδαίνει ένα τεράστιο σπαθί και να αιμοραγγεί από το στόμα και την μύτη. Το φως που εξέπεμπε σίγουρα θα του είχε κάψει τα μάτια, εάν εκείνη την στιγμή δεν του ορμούσε ένας στρατιώτης του σκοταδιού. Ένα τρομακτικό ψύχος ξαφνικά πάγωσε κάθε κίνηση του Ανθρώπου. Παρατηρούσε την μάχη μεταξύ των δυο στρατιωτών. Και οι δυο ήξεραν από την πρώτη στιγμή της εμπλοκής τους ότι ένας θα πέθαινε. Ουρλιαχτά αλλά και δυνατές φωνές ακουγόντουσαν, καθώς και διάφοροι ήχοι, όπως ατσάλι να χτυπάει σε ατσάλι, πάγος να σπάει, φλόγες να ξεψυχάν. Μια ξαφνική κραυγή και οι δυο μανιασμένοι και αιμόφερτοι πολεμιστές μείναν ακίνητοι. Μετά απο λίγο σωριάστηκαν στο έδαφος.

Τότε ο Άνθρωπος σηκώθηκε, άφησε το Βιβλίο, και πλησίασε τον πολεμιστή του σκοταδιού. Έσκυψε δίπλα στο κεφάλι του και τότε ένιωσε τον Θάνατο και το Τέλος. Ο Άνθρωπος άκουσε τα τελευταία λόγια του στρατιώτη και μετά τον είδε να εξαφανίζεται, να μετατρέπεται σε μαύρο χυλό και να απορροφάται από την Γη. Μετά, πλησίασε τον φωτεινό πολεμιστη και τότε ένιωσε την Γέννηση και την Αρχή. Ο στρατιώτης του φωτός προσπάθησε να πλησιάσει τον Άνθρωπο, αλλά εκείνος του είπε "Το ξέρω." Ο στρατιώτης γέλασε και εξαφανίστηκε σε μια φωτεινή ακτίνα που έσκισε τα σύννεφα. Ο Άνθρωπος μετά κάθησε κάτω απο το Καμένο Δέντρο, πήρε στα χέρια του ξανά το Βιβλίο και άρχισε να ξαναγράφει.


5 comments:

Anonymous said...

Ksekinaei san D&D, proxwraei san o polemos metaksy kalou k kakou sto Golden PSP sto South Park kai katalhgei... dn kserw pou.
Alla m'arese poly h olh perigrafh. Kai an dn to antegrapses apo kapou, m'arese akomh perissotero :)
Thumbs up!

Rozakas said...

den to antegrapsa alla oute kai to teleiwsa :\

Anonymous said...

thn paleyeis re malaka?

ntetzevou said...

Και με την φωνη αυτου που μιλαει στα τρειλερ ειναι επος! Γαμω xD

Εγώ said...

Βλέπω σταμάτησες να γράφεις, τουλάχιστον εδώ. Ασχολείται ο σύζυγος με συγγραφή και ετοιμάζει ένα blog με σύντομα διηγήματα και μυθοπλασίες όπου ο καθένας μας θα μπορεί να αναρτήσει τις δικές του/της δημιουργίες. Όταν ολοκληρωθεί θα επικοινωνήσω μαζί σου αν θες να συμμετάσχεις. Ελπίζω να είσαι καλά κι ως τότε να έχεις ξαναρχίσει το γράψιμο ή να έχεις τσεκάρει το blog σου και να έχεις δει το post μου.